σακούλιασμα

σακούλιασμα
το, Ν [σακουλιάζω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σακουλιάζω, το σάκιασμα
2. (για ένδυμα ή δέρμα) ελαττωματική εφαρμογή, σχηματισμός κολπωμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σακούλιασμα — το, ατος 1. σάκιασμα, τοποθέτηση σε σάκους ή σακούλες. 2. κακή εφαρμογή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάκιασμα — το, Ν [σακιάζω] το αποτέλεσμα τού σακιάζω, σακούλιασμα, τσουβάλιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”